Μετάβαση στο περιεχόμενο

lucky

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός lucky
συγκριτικός luckier / more lucky
υπερθετικός luckiest / most lucky

Επίθετο

[επεξεργασία]

lucky (en)

  • τυχερός
      You are lucky to be alive.
    Είσαι τυχερός που είσαι ζωντανός.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]