malriĉa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malriĉa | malriĉaj |
αιτιατική | malriĉan | malriĉajn |
malriĉa (eo)
- la plej malriĉaj landoj - τα πιο φτωχά κράτη