malta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- malta < λατινική maltha < αρχαία ελληνική μάλθα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
malta | malte |
malta (it)
Δείτε επίσης : Malta |
ενικός | πληθυντικός |
malta | malte |
malta (it)