manovro-povo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- manovro-povo < manovro (ελιγμός) + povo (δυνατότητα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manovro-povo | manovro-povoj |
αιτιατική | manovro-povon | manovro-povojn |
manovro-povo (eo)