mastro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mastro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mastro | mastroj |
αιτιατική | mastron | mastrojn |
mastro (eo)
- ο ιδιοκτήτης, ο αφέντης