mentalitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mentalitate (ro) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του mentalitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o mentalitate | mentalitatea | nişte mentalități | mentalitățile |
γενική | a unei mentalități | mentalității | a unor mentalități | mentalităților |
δοτική | a unei mentalități | mentalității | a unor mentalități | mentalităților |
αιτιατική | o mentalitate | mentalitatea | nişte mentalități | mentalitățile |
κλητική | — | - | — | - |