merit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
merit merits

merit (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας merit
γ΄ ενικό ενεστώτα merits
αόριστος merited
παθητική μετοχή merited
ενεργητική μετοχή meriting

merit (en)

  1. αναγνωρίζω την αξία σε κάποιον/κάτι, εκτιμώ (με την σημασία θεωρώ άξιο/άξια)
  2. αξίζω