merzlota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
merzlota < (άμεσο δάνειο) ρωσική мерзлота

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
merzlota merzlotas

merzlota (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]