permafrost
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]permafrost (en)
- (γεωλογία) το πέρμαφροστ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- permafrost < άμεσο δάνειο από την αγγλική permafrost
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
permafrost | permafrosts |
permafrost (fr) αρσενικό
- (γεωλογία) το πέρμαφροστ