metalurgist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
metalurgist (ro) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του metalurgist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un metalurgist | metalurgistul | nişte metalurgiști | metalurgiștii |
γενική | a unui metalurgist | metalurgistului | a unor metalurgiști | metalurgiștilor |
δοτική | a unui metalurgist | metalurgistului | a unor metalurgiști | metalurgiștilor |
αιτιατική | un metalurgist | metalurgistul | nişte metalurgiști | metalurgiștii |
κλητική | — | - | — | - |