mockingly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός mockingly
συγκριτικός more mockingly
υπερθετικός most mockingly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mockingly < mocking + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

mockingly (en)

  • κοροϊδευτικά
    The child stuck his tongue out at me mockingly.
    Το παιδί μου 'βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά.

Πηγές[επεξεργασία]