modiste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- modiste < mode
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
modiste | modistes |
modiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) πωλητής γυναικείων ενδυμάτων και αξεσουάρ
- κατασκευαστής γυναικείων καπέλων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη mode