modiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

modiste < mode

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
modiste modistes

modiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) πωλητής γυναικείων ενδυμάτων και αξεσουάρ
  2. κατασκευαστής γυναικείων καπέλων

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη mode