murrain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
murrain murrains
Συνήθως στον ενικό.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

murrain < αγγλονορμανδική mourine, moreyn < μέση γαλλική morine, με αρχική εντέλει προέλευση τη λατινική mori (ενεργητικό απαρέμφατο του πεθαίνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

murrain (en) (παρωχημένο)

  1. πανούκλα
  2. συνολικός όρος για διάφορες μολυσματικές ασθένειες που πλήττουν τα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • murrain στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια