murrain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
murrain | murrains |
Συνήθως στον ενικό. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- murrain < αγγλονορμανδική mourine, moreyn < μέση γαλλική morine, με αρχική εντέλει προέλευση τη λατινική mori (ενεργητικό απαρέμφατο του πεθαίνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
murrain (en) (παρωχημένο)
- πανούκλα
- συνολικός όρος για διάφορες μολυσματικές ασθένειες που πλήττουν τα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- murrain στην αγγλική Βικιπαίδεια