Μετάβαση στο περιεχόμενο

neighbour

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
neighbour neighbours

neighbour (en) (βρετανική γραφή)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας neighbour
γ΄ ενικό ενεστώτα neighbours
αόριστος neighboured
παθητική μετοχή neighboured
ενεργητική μετοχή neighbouring

neighbour (en) (βρετανική γραφή)

  • γειτονεύω με
      The school is neighbouring the church.
    Το σχολείο γειτονεύει με την εκκλησία.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]