novo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
novo (la)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | novo | novos |
θηλυκό | nova | novas |
Επίθετο[επεξεργασία]
novo (pt)