nura
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nura | nuraj |
αιτιατική | nuran | nurajn |
nura (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nura | nuraj |
αιτιατική | nuran | nurajn |
nura (eo)