obliged
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]obliged (en)
- υποχρεωμένος, έχω την υποχρέωση να κάνω κάτι
- υποχρεωμένος, υπόχρεος (π.χ. για κάποια εξυπηρέτηση)
obliged (en)