obliged
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
obliged (en)
- υποχρεωμένος, έχω την υποχρέωση να κάνω κάτι
- υποχρεωμένος, υπόχρεος (π.χ. για κάποια εξυπηρέτηση)