offering

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

offering (en)

  1. η προσφορά, η ενέργεια του προσφέρω
  2. η προσφορά, αυτό που προσφέρεται ως δώρο ή ως θυσία

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

offering (en)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]