oratoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
(επίθετο) oratoire < λατινική oratorius
(ουσιαστικό) oratoire < λατινική oratorium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.ʁa.twaʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
oratoire oratoires

oratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρητορικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
oratoire oratoires

oratoire (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]