paĝio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paĝio | paĝioj |
αιτιατική | paĝion | paĝiojn |
paĝio (eo)
- ο υπηρέτης, ο αχθοφόρος σε ένα ξενοδοχείο