Μετάβαση στο περιεχόμενο

palaeoartist

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
palaeoartist palaeoartists

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
palaeoartist < palaeo- + artist

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

palaeoartist (en) (βρετανική γραφή)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]