parade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parade | parades |
parade (en)
- η παρέλαση
- ↪ He watched the parade riding on his father’s shoulders.
- Παρακολούθησε την παρέλαση καβαλικεμένος στους ώμους του πατέρα του.
- ↪ He watched the parade riding on his father’s shoulders.
- η επίδειξη
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | parade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | parades |
αόριστος | paraded |
παθητική μετοχή | paraded |
ενεργητική μετοχή | parading |
parade (en)
- παρελαύνω
- επιδεικνύω, κάνω επίδειξη
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parade | parades |
parade (fr) θηλυκό