parier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- parier < soi pairier (συγκρίνομαι, συναγωνίζομαι) < λατινική °pariare < par (ίσος)
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
parier (fr)