par
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
par (fr)
- (γκολφ) ο συμβατικός αριθμός χτυπημάτων που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί η διαδρομή προς μια τρύπα
Πρόθεση[επεξεργασία]
par (fr)
- από (για να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο)
- Wikipedia est rédigée par un grand nombre de contributeurs.
- με (για να δηλωθεί το μέσο)
- Cette lettre est envoyée par avion.
- από (για να δηλωθεί το τέλος και η αρχή)
- Il commença par le début.
- Elle finit par la fin.
- (μαθηματικά) ανά
- Ce chômeur gagne la moitié du SMIC par mois.
- μέσω
- Ce train va à Paris en cinq heures, en passant par Bordeaux.
- σχετικά με το κλίμα
- Par temps orageux, il ne faut pas s’abriter sous les arbres.
- μα
- Par Dieu !
- Mα το Θεό!
- Par Dieu !
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
par (ro)
- 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a părea »
- 3ο πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a părea »
Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
par (fy)