pawn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pawn (en)

  1. πιόνι
    • ο στρατιώτης στο σκάκι
    • (μεταφορικά) που παρασύρεται ή ποδηγετείται από άλλους

Ρήμα[επεξεργασία]

pawn (en)

  1. ενεχυριάζω