pepper
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
pepper
peppers
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
pepper
(en)
φυτό της οικογένειας Piperaceae
το
πιπέρι
, το
μπαχαρικό
η
πιπεριά
, ο
καρπός
από τα καρποφόρα φυτά του γένους Capsicum
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
አማርኛ
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
বাংলা
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
Lietuvių
Latviešu
Македонски
മലയാളം
Монгол
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
Sängö
Simple English
Slovenščina
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
Tiếng Việt
中文