pepper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pepper peppers

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pepper (en)

  1. φυτό της οικογένειας Piperaceae
  2. το πιπέρι, το μπαχαρικό
  3. η πιπεριά, ο καρπός από τα καρποφόρα φυτά του γένους Capsicum