percent
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]percent (en) (χωρίς παραθετικά)
- τοις εκατό/τα εκατό/στα εκατό
- ⮡ You get a 10 percent commission on everything you sell.
- Παίρνεις προμήθεια 10 τοις εκατό για όλα όσα πουλάς.
- ⮡ The company announced a 21 percent increase in profits.
- Η εταιρεία ανακοίνωσε αύξηση 21 τοις εκατό στα κέρδη.
- ⮡ You get a 10 percent commission on everything you sell.
Επίρρημα
[επεξεργασία]percent (en) (χωρίς παραθετικά)
- τοις εκατό/τα εκατό/στα εκατό
- ⮡ fifty percent = 50% - πενήντα τοις εκατό = 50%
- ⮡ House prices dropped 8 percent last year.
- Οι τιμές των σπιτιών έπεσαν κατά 8 τοις εκατό πέρυσι.
- ⮡ Shares in the company are up 1.9 percent.
- Οι μετοχές της εταιρείας έχουν αυξηθεί κατά 1,9 τοις εκατό.
- ⮡ five percent - πέντε τα/στα/τοις εκατό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]percent (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) τοις εκατό, ένα μέρος στα εκατό
- ⮡ It led to a reduction of half a percent in price.
- Οδήγησε σε μείωση μισού τοις εκατό στην τιμή.
- ⮡ I spend about 50 percent of my workday in meetings.
- Περνάω περίπου το 50 τοις εκατό της εργάσιμης ημέρας μου σε συναντήσεις.
- ⮡ I read the first 20 percent of the book and then got bored.
- Διάβασα το πρώτο 20 τοις εκατό του βιβλίου και μετά βαρέθηκα.
- ⮡ It led to a reduction of half a percent in price.
- το ποσοστό
- ⮡ Only a small percent is/are affected.
- Μόνο ένα μικρό ποσοστό επηρεάζεται.
- ≈ συνώνυμα: percentage
- ⮡ Only a small percent is/are affected.