percent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
percent (en) (χωρίς παραθετικά)
- τοις εκατό
- ↪ fifty percent = 50% - πενήντα τοις εκατό = 50%
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
percent | percent / percents |
percent (en)