Μετάβαση στο περιεχόμενο

percent

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

percent (en) (χωρίς παραθετικά)

  • τοις εκατό/τα εκατό/στα εκατό
      You get a 10 percent commission on everything you sell.
    Παίρνεις προμήθεια 10 τοις εκατό για όλα όσα πουλάς.
      The company announced a 21 percent increase in profits.
    Η εταιρεία ανακοίνωσε αύξηση 21 τοις εκατό στα κέρδη.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

percent (en) (χωρίς παραθετικά)

  • τοις εκατό/τα εκατό/στα εκατό
      fifty percent = 50% - πενήντα τοις εκατό = 50%
      House prices dropped 8 percent last year.
    Οι τιμές των σπιτιών έπεσαν κατά 8 τοις εκατό πέρυσι.
      Shares in the company are up 1.9 percent.
    Οι μετοχές της εταιρείας έχουν αυξηθεί κατά 1,9 τοις εκατό.
      five percent - πέντε τα/στα/τοις εκατό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

percent (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) τοις εκατό, ένα μέρος στα εκατό
      It led to a reduction of half a percent in price.
    Οδήγησε σε μείωση μισού τοις εκατό στην τιμή.
      I spend about 50 percent of my workday in meetings.
    Περνάω περίπου το 50 τοις εκατό της εργάσιμης ημέρας μου σε συναντήσεις.
      I read the first 20 percent of the book and then got bored.
    Διάβασα το πρώτο 20 τοις εκατό του βιβλίου και μετά βαρέθηκα.
  2. το ποσοστό
      Only a small percent is/are affected.
    Μόνο ένα μικρό ποσοστό επηρεάζεται.
     συνώνυμα: percentage

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]