pesimist
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pesimist (ro) αρσενικό
- ο πεσιμιστής, ο απαισιόδοξος
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του pesimist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un pesimist | pesimistul | nişte pesimiști | pesimiștii |
γενική | a unui pesimist | pesimistului | a unor pesimiști | pesimiștilor |
δοτική | a unui pesimist | pesimistului | a unor pesimiști | pesimiștilor |
αιτιατική | un pesimist | pesimistul | nişte pesimiști | pesimiștii |
κλητική | — | - | — | - |