philosophy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
philosophy | philosophies |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- philosophy < (κληρονομημένο) μέση αγγλική philosophie < παλαιά γαλλική philosophie < λατινική philosophia < αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Μορφολογικά αναλύεται σε philo- + -sophy
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]philosophy (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- philosophy - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- philosophy - Cambridge Dictionary online
- philosophy - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- philosophy - Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Λέξεις με πρόθημα philo- (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -sophy (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Φιλοσοφία (αγγλικά)