plead
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | plead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pleads |
αόριστος | pleaded, pled, plead |
παθητική μετοχή | pleaded, pled, plead |
ενεργητική μετοχή | pleading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
για τον αόριστο και παθητική μετοχή: pleaded (Βόρεια Αμερική, Αγγλία, Νομικός), pled (Βόρεια Αμερική, Σκοτία), plead (Βόρεια Αμερική) |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
plead (en)
- ζητώ κάτι σοβαρά, παρακαλώ για κάτι
- επιχειρηματολογώ υπέρ ή κατά
- (νομικός όρος) αγορεύω σε δικαστήριο ως συνήγορος
- (νομικός όρος) ομολογώ, δηλώνω σε δίκη ότι είμαι ένοχος ή όχι
- ↪ He pleaded/pled guilty.
- Ομολόγησε την ενοχή του.
- ↪ He pleaded/pled guilty.