pleat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pleat pleats

pleat (en)

  • η σούρα, η σούφρα
    I make pleats at the waist of a skirt.
    Κάνω σούρες στη μέση μιας φούστας.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας pleat
γ΄ ενικό ενεστώτα pleats
αόριστος pleated
παθητική μετοχή pleated
ενεργητική μετοχή pleating

pleat (en)

Πηγές[επεξεργασία]