plum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
plum (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plum | plums |
plum (en)
plum (en)
ενικός | πληθυντικός |
plum | plums |
plum (en)