plum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

plum (en)

  1. που έχει το χρώμα του δαμάσκηνου, δαμασκηνί
  2. τεφαρίκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plum plums

plum (en)

  1. (φρούτο) το δαμάσκηνο
  2. (δέντρο) η δαμασκηνιά
     συνώνυμα: plum tree
  3. το δαμασκηνί