δαμασκηνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαμασκηνί < δαμασκηνής + -ί < δαμάσκηνο + -ής < μεσαιωνική ελληνική δαμάσκηνον < ελληνιστική κοινή δαμασκηνόν, ουδέτερο του δαμασκηνός < Δαμασκός < βορειοδυτική σημιτική דמשק
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαμασκηνί ουδέτερο
- το δαμασκηνί χρώμα, το χρώμα του δαμάσκηνου
δαμασκηνί (χρώμα):
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Δαμασκός