δαμασκηνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαμασκηνί < δαμάσκην(ο) + -ί. Δείτε και δαμασκί.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαμασκηνί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το χρώμα του δαμάσκηνου, συνδυασμός κόκκινου και μοβ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δαμασκηνής
- δαμάσκηνο
- δαμασκί
- δαμάσκο (ύφασμα)
→ και δείτε τη λέξη Δαμασκός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- plum (color) στην αγγλική Βικιπαίδεια το δαμασκηνί χρώμα σε διάφορους τόνους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δαμασκηνί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του δαμασκηνής για όλα τα γένη
- άλλες μορφές: δαμασκί
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δαμασκηνί
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δαμασκηνής
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)