pochette
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pochette < poche
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| pochette | pochettes |
pochette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) μικρό βιολί
- (παρωχημένο) μιρκή τσέπη
- μαντιλάκι που το βάζουμε στην τσέπη του πέτου σαν διακόσμηση, ποσέτ
- μικρή τσάντα χωρίς χερούλι
- (είδη γραφείου) η ζελατίνα
- λεπτή κασετίνα μαθητή