Μετάβαση στο περιεχόμενο

pochette

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pochette < poche

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pochette pochettes

pochette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) μικρό βιολί
  2. (παρωχημένο) μιρκή τσέπη
  3. μαντιλάκι που το βάζουμε στην τσέπη του πέτου σαν διακόσμηση, ποσέτ
  4. μικρή τσάντα χωρίς χερούλι
  5. (είδη γραφείου) η ζελατίνα
  6. λεπτή κασετίνα μαθητή