porte-cartes
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-cartes | porte-cartes |
porte-cartes (fr) αρσενικό
- μικρό πορτοφόλι με διάφανες θήκες όπου βάζουμε ταυτότητες, διάφορες κάρτες, φωτογραφίες, εισιτήρια, κλπ.