portray
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | portray |
γ΄ ενικό ενεστώτα | portrays |
αόριστος | portrayed |
παθητική μετοχή | portrayed |
ενεργητική μετοχή | portraying |
Ρήμα[επεξεργασία]
portray (en)