portrayal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
portrayal | portrayals |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]portrayal (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η αναπαράσταση, η περιγραφή, η πράξη της παρουσίασης ή της περιγραφής κάποιου ή κάτι σε μια εικόνα, θεατρικό έργο, βιβλίο κτλ.
- ↪ a portrayal of Christ’s journey to Golgotha - αναπαράσταση της πορείας του Xριστού προς το Γολγοθά
- ↪ a shocking portrayal of the battle - συγκλονιστική περιγραφή της μάχης
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη representation
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη portray