depict
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | depict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | depicts |
αόριστος | depicted |
παθητική μετοχή | depicted |
ενεργητική μετοχή | depicting |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]depict < (λόγιο δάνειο) λατινική depictus < ρήμα depingo [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]depict (en)