postman
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
postman | postmen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]postman (en)
- (επάγγελμα, βρετανικά αγγλικά) ο ταχυδρόμος
- ⮡ I am giving the letter to the postman.
- Δίνω το γράμμα στον ταχυδρόμο.
- ⮡ I am giving the letter to the postman.