Μετάβαση στο περιεχόμενο

poussette

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
poussette

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poussette poussettes

poussette (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]