poussette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
poussette | poussettes |
poussette (fr) θηλυκό
- καροτσάκι για τα μικρά παιδιά
ενικός | πληθυντικός |
poussette | poussettes |
poussette (fr) θηλυκό