powdered
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | powdered |
συγκριτικός | more powdered |
υπερθετικός | most powdered |
Επίθετο
[επεξεργασία]powdered (en)
- σε σκόνη
- ⮡ I don’t drink powdered milk.
- Δεν πίνω γάλα σε σκόνη.
- ⮡ I don’t drink powdered milk.