Μετάβαση στο περιεχόμενο

powdered

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός powdered
συγκριτικός more powdered
υπερθετικός most powdered

Επίθετο

[επεξεργασία]

powdered (en)

  • σε σκόνη
      I don’t drink powdered milk.
    Δεν πίνω γάλα σε σκόνη.