powdered
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | powdered |
συγκριτικός | more powdered |
υπερθετικός | most powdered |
Επίθετο[επεξεργασία]
powdered (en)
- σε σκόνη
- ↪ I don’t drink powdered milk.
- Δεν πίνω γάλα σε σκόνη.
- ↪ I don’t drink powdered milk.