problematic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | problematic |
συγκριτικός | more problematic |
υπερθετικός | most problematic |
Επίθετο
[επεξεργασία]problematic (en)
- προβληματικός
- ↪ The business went from problematic to profitable.
- Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα.
- ↪ The business went from problematic to profitable.