Μετάβαση στο περιεχόμενο

problematic

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός problematic
συγκριτικός more problematic
υπερθετικός most problematic

Επίθετο

[επεξεργασία]

problematic (en)

  • προβληματικός
      The business went from problematic to profitable.
    Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα.