proliferation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
proliferation (en)
- πολλαπλασιασμός
- (μεταφορικά) ο ανεξέλεγκτος πολλαπλασιασμός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- rapid increase
- growth
- multiplication
- spread
- escalation
- expansion
- build-up
- buildout
- burgeoning
- snowballing
- mushrooming