red-handed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | red-handed |
συγκριτικός | more red-handed |
υπερθετικός | most red-handed |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
red-handed (en)
- επ' αυτοφώρω, κατά τη στιγμή της πράξης
- ↪ The police caught a person red-handed trying to break in.
- Η αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη.
- ↪ The police caught a person red-handed trying to break in.