reign
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reign | reigns |
reign (en)
- η βασιλεία
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | reign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reigns |
αόριστος | reigned |
παθητική μετοχή | reigned |
ενεργητική μετοχή | reigning |
reign (en)
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
reign (de)