reimburse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | reimburse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reimburses |
αόριστος | reimbursed |
παθητική μετοχή | reimbursed |
ενεργητική μετοχή | reimbursing |
Προφορά[επεξεργασία]
/ˌriːɪmˈbɜːs/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πρώιμος 17ος αιώνας: reimburse < re- «πίσω, ξανά» + παρωχημένο: imburse «βάζω στο πορτοφόλι» < μεσαιωνικά λατινικά: imbursare < in- «μέσα, μέσα σε, εντός του» + ύστερα λατινικά: bursa «πορτοφόλι, τσαντάκι»
Ρήμα[επεξεργασία]
reimburse (en)
- αποζημιώνω, επιστρέφω σε κάποιον το χρηματικό ποσό που ξόδεψε
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 100. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποζημιώνω