reimburse
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌriːɪmˈbɜːs/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πρώιμος 17ος αιώνας: reimburse < re- «πίσω, ξανά» + παρωχημένο: imburse «βάζω στο πορτοφόλι» < μεσαιωνικά λατινικά: imbursare < in- «μέσα, μέσα σε, εντός του» + ύστερα λατινικά: bursa «πορτοφόλι, τσαντάκι»
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | reimburse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reimburses |
αόριστος | reimbursed |
παθητική μετοχή | reimbursed |
ενεργητική μετοχή | reimbursing |
reimburse (en)
- αποζημιώνω, επιστρέφω σε κάποιον το χρηματικό ποσό που ξόδεψε
- ⮡ I will reimburse you for all of your expenses.
- Θα σε αποζημιώσω για όλες σου τις δαπάνες.
- ⮡ Employees are reimbursed for any legal fees incurred when they relocate.
- Οι εργαζόμενοι αποζημιώνονται για τυχόν νομικά έξοδα που προκύπτουν όταν μετακομίζουν.
- ⮡ If you are not satisfied, you will have your money reimbursed.
- Αν δεν μείνετε ευχαριστημένος θα σας επιστραφούν τα χρήματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη refund
- ⮡ I will reimburse you for all of your expenses.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- reimburse - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 100. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποζημιώνω