repeal
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η ακύρωση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | repeal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | repeals |
αόριστος | repealed |
παθητική μετοχή | repealed |
ενεργητική μετοχή | repealing |
repeal (en)