reprisal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reprisal | reprisals |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
reprisal < αγγλονορμανδική reprisaille < ιταλική ripresaglia < ripreso < riprendere < λατινική reprendere < reprehendere
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reprisal (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η αντεκδίκηση, τα αντίποινα