Μετάβαση στο περιεχόμενο

residential

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός residential
συγκριτικός more residential
υπερθετικός most residential

Επίθετο

[επεξεργασία]

residential (en)

  • οικιστικός, για μια περιοχή μιας πόλης που είναι κατάλληλη για διαμονή· που αποτελείται από σπίτια και όχι από εργοστάσια ή γραφεία
      a residential unit - οικιστική μονάδα
      The new measures are related to the residential upgrades in the area.
    Τα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής.