οικιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]οικιστικός
- σχετικός με την κατασκευή οικισμών
- οικιστικός σχεδιασμός
- που αποτελείται από κατοικίες
- οικιστικός ιστός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικιστικός